Λείπω από την Ελλάδα πολλά χρόνια, σχεδόν τρεις δεκαετίες. Πηγαίνω βέβαια συχνά, για δουλειές, για διακοπές, και πολλές φορές νοιώθω σαν να μην έφυγα ποτέ. Άλλες φορές νοιώθω σαν να λείπω μια ζωή. Είμαι αυτές τις μέρες στην Ελλάδα για ένα συνέδριο.
Το πρωί πήγα στην Αμερικάνικη πρεσβεία για μία δουλειά. Τελείωσα νωρίς. Ο Αττικός ήλιος, ζεστόλαμπρος, έκανε τη μέρα μια απ τις πιο όμορφες Αλκυονίδες που έχω ζήσει.
Σκέφθηκα να κάνω μια βόλτα. Παλιά λημέρια. Ανηφόρησα προς το μαιευτήριο Έλενας σχεδόν μηχανικά. Ακριβώς απέναντι είναι το κτίριο που για έξη χρόνια ήταν το κέντρο της ζωής μου. Γ’ Γυμνάσιο αρρένων Αθηνών. Τώρα έχει αλλάξει όνομα. 2ο ενιαίο Λύκειο.
Από μακριά άκουσα φωνές, θα έχει διάλειμμα, σκέφτηκα και κατευθύνθηκα προς τα κει.
Με το που έφθασα στο παρκάκι που χωρίζει το μαιευτήριο απ' το σχολείο κατάλαβα πως δεν ήταν μια απλή σχολική μέρα. Αρκετοί ήταν συγκεντρωμένοι έξω απ' το σχολείο, κάμερες, δημοσιογράφοι και στα κάγκελα του προαυλίου δύο πανό. Πλησίασα. Το ένα έγραφε ΚΑΤΑΛΗΨΗ το άλλο ΔΩΡΕΑΝ ΠΑΙΔΕΙΑ – ΟΧΙ ΣΤΟ 16 . Σαν σε κινηματογραφική ταινία ήρθαν στο μυαλό μου σκηνές απ τον Οκτώβρη του 74. Πρώτη χρονιά μετά την μεταπολίτευση. Στην τάξη μας πέφτουν σοβάδες απ’ τον τοίχο. Ο Γυμνασιάρχης που πήγαμε να διαμαρτυρηθούμε μας ζήτησε να κάνουμε υπομονή, δεν έχει άλλες αίθουσες. «Μα είναι επικίνδυνα, πέφτουν σοβάδες μπορεί να χτυπήσουμε» . Τίποτα. Συνεδρίαση. Ήμουν πρόεδρος των μαθητικών κοινοτήτων. Απόφαση για αποχή με αίτημα να διορθωθεί η αίθουσα. Πρώτη αποχή σε Ελληνικό Γυμνάσιο. Δημοσιογράφοι, εφημερίδες (δεν είχε κανάλια ακόμα, η Τηλεόραση ήταν στεγνή). Τρεις μέρες, απειλές, φωνές. Την τέταρτη εμφανίζονται εργάτες, φτιάχνουν την αίθουσα. Θρίαμβος
Μ΄αυτές τις σκέψεις έχω πλησιάσει πλέον τα κάγκελα. Βλέπω μέσα. Θεέ μου, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Οι τοίχοι το ίδιο ωχροκίτρινο χρώμα. Στο προαύλιο έξη μεταλλικές μπασκέτες χωρίς φιλέδες. Τις είχαν τοποθετήσει το 1972. Την πρώτη χρονιά είχαν φιλέδες. Έχω κολλήσει το πρόσωπο μου στα κάγκελα για να βλέπω καλύτερα. Στην πόρτα μία χοντρή αλυσίδα κι ένα λουκέτο. Στο προαύλιο δύο τεράστιοι κάδοι σκουπιδιών και μερικά σπασμένα θρανία. Μάλλον είχαν γίνει καυσόξυλα την προηγούμενη νύχτα. Βγάζω το τηλέφωνο χωρίς να το σκεφτώ, να πάρω μια φωτογραφία.
Απ την μέσα μεριά των κάγκελων έρχεται τρεχάλα ένας μαθητής. Μαλλί κοτσίδα, μάτι αστραφτερό.
- Όχι φωτογραφίες. Όχι φωτογραφίες. (Η φωνή του άγρια το ύφος αναιδές)
- Συγνώμη. Δεν. .
- Είναι το παιδί σου μέσα ; (Με περισσότερη αναίδεια)
- Όχι
- Ότι και να κάνετε δε θα μας τη σπάσετε, εμείς. . .
- Μην κουράζεσαι δεν έχω παιδί στο σχολείο
- Α, τότε; Δημοσιογράφος :
- Όχι.
Του εξηγώ, παλιός μαθητής. Πρόεδρος στην πρώτη μαθητική αποχή. Του μιλάω ώρα, για το μαθητικό κίνημα, πως ξεκινήσαμε, τα καπελώματα απ τις πολιτικές νεολαίες, την πρώτη μαθητική διαμαρτυρία, την ΜΟΔΝΕ, την ΠΑΜΚ. Το πρόσωπο του χαλάρωσε . Κάνει νεύμα σε μια κοπελιά.
- Ειρήνη, έλα, ένας παλιός δικός μας.
Θέλετε να μπείτε μέσα: (Ο ενικός όλο αγένεια έγινε πληθυντικός)
- Όχι, δεν . . . καλά είμαι εδώ έξω.
Δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά σε αυτά τα κάγκελα που μας χώριζαν αισθανόμουν εγώ από μέσα και οι μαθητές έξω.
- Πως σε λένε ; τον ρωτάω
- Νίκο
- Για πες μου ρε Νίκο πώς έγινε η κατάληψη;
- Δηλαδή:
- Λέω ...να... πώς, πήγατε στο γραφείο και διώξατε του καθηγητές:
- Όχι, μπήκαμε ένα απόγευμα και βάλαμε αλυσίδες και λουκέτα.
- Και ο φύλακας:
- (Γελάει) Δεν έχει φύλακα.
- Και όποιος θέλει μπαίνει μετά τα μαθήματα ; και τα όργανα , οι υπολογιστές. . δεν υπάρχει κίνδυνος κλοπής:
- Οι 3 υπολογιστές είναι κλειδωμένοι σε μια αίθουσα αλλά σπάσαμε το παράθυρο και μπήκαμε για να έχουμε ιντερνετ. Τα όργανα δεν ξέρω.... σε καμιά αποθήκη θα 'ναι.
- Και δε μου λες Νίκο, τι αιτήματα έχετε ;
- Καλύτερη Παιδεία και δωρεάν Παιδεία
- Μάλιστα, και πως θα ξέρετε ότι ικανοποιήθηκαν τα αιτήματα σας ;
- ………………………..
- Λέω, εννοώ πότε θα γυρίσετε στις τάξεις.
- Ε όταν συνεδριάσουμε και αποφασίσουμε
- Όταν έχετε καλύτερη παιδεία ;
- Ε.... ναι
- Κι αν πάρει δύο χρόνια: τρία ;
Το πρόσωπο του Νίκου αλλάζει. Σκληραίνει. Φαίνεται μπερδεμένος. Πάει να πει κάτι αλλά μετανιώνει. Απομακρύνεται απ τα κάγκελα με το κεφάλι σκυφτό.
Βλέπω ένα άδειο ταξί, σηκώνω το χέρι αλλά τελευταία στιγμή μετανιώνω. Καλύτερα να περπατήσω. Πάω προς το Κολωνάκι. Σταματώ στο παρκάκι πάνω απ το Μαράσλειο , κάθομαι στο παγκάκι μου. Ναι στο παγκάκι μου, στο ίδιο παγκάκι για έξη χρόνια, έχω κυριαρχικά δικαιώματα. Οι σκέψεις περνάνε απ το μυαλό μου σκόρπιες. Προσπαθώ να τις ελέγξω. Τι έγινε; Τι πήγε στραβά ; Πως πήγαμε απ την αποχή για τον σοβά που έπεφτε, στην κατάληψη για καλύτερη παιδεία ; Κατάληψη ; Είναι διαμαρτυρία αυτή; Μπορούν οι πολλοί να εμποδίσουν τους λίγους να πάνε σχολείο ; Όχι φυσικά. Θυμάμαι τα βιβλία μου. Η Δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις δικαιωμάτων. Η πλειοψηφία δεν μπορεί να εμποδίσει την μειοψηφία να εξασκήσει θεμελιώδη δικαιώματα της. Σπουδαία αρχή. Αλλά τα παιδιά την ξέρουν ; Αυτά τα παιδιά που μεγάλωσαν βλέποντας τους αγρότες να κλείνουν την εθνική και να χωρίζουν την Ελλάδα στα δύο, που συνήθισαν να κλείνει το κέντρο της πόλης για 5 ώρες επειδή διαμαρτύρονται οι κορνιζοποιοί, πως τώρα να βρουν τον σωστό τρόπο να διαμαρτυρηθούν; Είναι τεμπέληδες; αλήτες; η προϊόντα μια κοινωνίας που έχει φέρει τα πάνω κάτω; Κοιτάζω προς το Μαράσλειο. Το δημοτικό κλειστό λόγω απεργίας, το Γυμνάσιο υπο κατάληψη. Συνεχίζω τη βόλτα. Κοντοστέκομαι μπροστά στην αλυσοδεμένη πύλη του Μαρασλείου. Ένα βαν του Άλτερ σταματά μπροστά στην πύλη. Κατεβαίνει ένα δημοσιογράφος τραβώντας με το καλώδιο του μικροφώνου του τον κάμεραμαν. Οι καταληψίες μαζεύονται στα κάγκελα να φανούν καλύτερα. Μία μαμά απ τους απέξω φωνάζει. Πέτροοοοοοοοο έλα προς τα δώ ήρθαν τα κανάλια. Μία κοπελιά έχει βγάλει καθρεφτάκι, λίγο ακόμα lipgloss. Ξαφνικά αρχίζει να χτυπά το κουδούνι του διαλλείματος. Επίμονα. Ανοίγω τα μάτια και κλείνω το ξυπνητήρι. Θεέ μου, όνειρο ήταν. Άγγιζε τα τα όρια του εφιάλτη. Βάζω την τηλεόραση να δώ τις ειδήσεις. Άλτερ. Η κάμερα εστιασμένη σε μία αλυσοδεμένη πύλη και ο δημοσιογράφος με την ξερή καμπανιστή όλο επαγγελαμτισμό φωνή «συνεχίζονται για 12η μέρα οι καταλήψεις.....».
Ήταν αλήθεια όνειρο; Έκλεισα την τηλεοράση και πήγα προς την κουζίνα με το κεφαλι σκυφτό.